ἀποδεικτικά

ἀποδεικτικά
ἀποδεικτικός
affording proof
neut nom/voc/acc pl
ἀποδεικτικά̱ , ἀποδεικτικός
affording proof
fem nom/voc/acc dual
ἀποδεικτικά̱ , ἀποδεικτικός
affording proof
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λογιστικά βιβλία — Αποδεικτικά στοιχεία διάφορης φύσης και μορφής (βιβλία, ημερολόγια, ειδικό λογισμικό υπολογιστών) στα οποία καταχωρίζονται, για λόγους περιγραφής, ενημέρωσης και ελέγχου, οι πράξεις της διαχείρισης της επιχείρησης. Τα λ.β. διακρίνονται σε κύρια… …   Dictionary of Greek

  • ἀποδεικτικάς — ἀποδεικτικά̱ς , ἀποδεικτικός affording proof fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Giorgos Kaminis — (griechisch Γιώργος Καμίνης, * 15. Juli 1954 in New York) ist ein griechischer Verfassungsrechtler. Er war von April 2003 bis September 2010 griechischer Ombudsmann und wurde am 14. November 2010 zum Bürgermeister von Athen gewählt.… …   Deutsch Wikipedia

  • Ατλαντίδα — Μυθολογική χώρα στον Ατλαντικό ωκεανό, η οποία πιθανολογείται ότι εξαφανίστηκε μαζί με ολόκληρο τον πληθυσμό της στους πολύ μακρινούς χρόνους της προϊστορίας. Ο Πλάτων, στους διαλόγους Τίμαιος και Κριτίας, την περιγράφει με λεπτομέρειες,… …   Dictionary of Greek

  • Οτεντότοι — Λαός, που άλλοτε ήταν εγκατεστημένος σε ολόκληρη τη νότια Αφρική και σήμερα, αρκετά περιορισμένος σε αριθμό ζει στις πιο απρόσιτες ζώνες της νοτιοδυτικής Αφρικής. Όταν το 1652 οι Ολλανδοί ίδρυσαν την Πόλη του Ακρωτηρίου, βρήκαν την παράκτια… …   Dictionary of Greek

  • αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… …   Dictionary of Greek

  • ανταπόδειξη — η το δικαίωμα του αντιδίκου να εναντιωθεί στα αποδεικτικά μέσα που προσκομίζονται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανταποδεικνύω. Η λ. στον πληθ. ανταποδείξεις, αι μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Νικολάου Κοντοπούλου] …   Dictionary of Greek

  • αντιπροκαλώ — (Α ἀντιπροκαλοῡμαι, έομαι) προκαλώ κι εγώ, απαντώ στην πρόκληση αρχ. κάνω κι εγώ πρόκληση* στον διάδικο για να προσκομιστούν νέα αποδεικτικά στοιχεία …   Dictionary of Greek

  • βλάβη — Η κατά παράβαση του νόμου, ή συμβατικής υποχρέωσης, πρόκληση ζημίας σε άλλο πρόσωπο. Προϋποτίθεται ότι μεσολάβησε προσβολή ενός ξένου συμφέροντος που προστατεύεται από το δίκαιο. Η προσβολή αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”